κακοφρων

κακοφρων
    κακόφρων
    κᾰκό-φρων
    2, gen. ονος
    1) злонамеренный, враждебный
    

(πραπίδων καρπός Pind. ap. Plut.; ἄναξ Eur.)

    2) безрассудный, неразумный
    

(ἀνήρ Eur.; Κάδμου λαός Eur.)

    3) омрачающий ум, удручающий
    

(μέριμνα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κακοφρων" в других словарях:

  • κακόφρων — κακόφρων, ον (AM) 1. αυτός που έχει κακό φρόνημα, κακές διαθέσεις, ο δυσμενὴς («κακόφρων μέριμνα», Αισχύλ.) 2. άφρων, απερίσκεπτος («κακόφρων τ ἀνδρῶν παράνοια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ φρων, πιστό… …   Dictionary of Greek

  • κακόφρων — ill minded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφρον — κακόφρων ill minded masc/fem voc sg κακόφρων ill minded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφρονα — κακόφρων ill minded neut nom/voc/acc pl κακόφρων ill minded masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφρόνων — κακόφρων ill minded gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφρόνως — κακόφρων ill minded adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφρονας — κακόφρων ill minded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφρονε — κακόφρων ill minded nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφρονες — κακόφρων ill minded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφρονι — κακόφρων ill minded dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφρονος — κακόφρων ill minded gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»